- ομοιωτής
- ὁμοιωτής, ὁ (Α) [ομοιώ]1. αυτός που καθιστά κάτι όμοιο με κάτι άλλο2. ζωγράφος, γλύπτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιωτής — one who likens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)